- συστοχάζομαι
- Ασημαδεύω, σκοπεύω συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στοχάζομαι «σημαδεύω, σκοπεύω» (< στόχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συστοχάζομαι — aim at together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)